Ώκεανός

Ώκεανός
Ώκεανός
Grammatical information: m.
Meaning: N. des Stroms, der die Erde wie das Meer rings einschließt, `Weltstrom, Weltmeer, Ozean' (seit Il.).
Derivatives: Davon Ώκεαν-ίς f. `vom O.' (Pi. u.a.), -ίδες pl. `die Töchter des O.' (Kall.), -ίνη (-ῑ-) f. `Tochter des O.' (Hes.), -ῖτις f. `vom O.' (D.H., AP u.a.), -ῖται m. pl. `Bewohner der Ozeanküste' (St. Byz.; Redard 184), -(ε)ιος `zum O. gehörig' (Gal. u.a.), f. -ηϊάς (Nonn.), -ης m. alter N. des Nils (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As the idea of a world-river is not of IE origin, the word is a loan. The attempts to find an IE etymology, have failed: = Skt. ā-śáyāna- "the lying on", approx. = ἐπικείμενος (since Benfey; further lit. in Bq and WP. 1, 358); from IE *ōḱu̯-eianos "(le dieu fleuve) qui a la marche rapide" (to ὠκύς and Skt. áyanam `course'; Borgeaud IF 66, 49 ff.). The variants with ɣ prove that the word is Pre-Greek. As Pre-Greek did not have a phoneme \/e\/, the ε, η is due to a, which was influenced by the preceding palatalized k. This is confirmed by the following: as the influence of the palatal will have been strongest in the adjoining part of the vowel, and less in the further part, this resulted in a sequence [äa] which was rendered as -εα- in ᾽Ωκεανός. So the form will have been *uḱan (with ω- from u or ); the a may have been long.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ὠκεανός — Oceanus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκεανός — Oceanus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκεανός — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανός — ο 1. στην αρχαία μυθολογία, πολύ μεγάλος ποταμός που περιβάλλει κυκλικά τη Γη. 2. μεγάλη έκταση θάλασσας που διαχωρίζει τη μια ήπειρο από την άλλη: Έπλεαν στον Ειρηνικό Ωκεανό. 3. καθετί απέραντο και αχανές: Υπάρχει ωκεανός γνώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠκέανος — ἀκέανος , ἀκέανος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (106.100.000 τ. χλμ.) ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής στα ανατολικά και στα δυτικά της Αμερικής απλώνεται η απέραντη θαλάσσια έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός …   Dictionary of Greek

  • Αμάλκιος ωκεανός — Η βορειότερη θάλασσα της Γης, κατά τους αρχαίους Έλληνες. Ταυτίζεται με τον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”